- εμπύημα
- το, -ατοςη συλλογή πύου σε κοιλότητα του εσωτερικού του σώματος, απόστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐμπύημα — gathering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπύημα — Συλλογή πύου σε μια κοιλότητα του ανθρώπινου σώματος. Οι συχνότερες εντοπίσεις του ε. είναι η κοιλότητα του υπεζωκότα, η χοληδόχος κύστη, η σκωληκοειδής απόφυση, το περικάρδιο και η μήτρα. Πολυάριθμοι είναι οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται γι’… … Dictionary of Greek
ἐμπυημάτων — ἐμπύημα gathering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήμασι — ἐμπύημα gathering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήμασιν — ἐμπύημα gathering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήματα — ἐμπύημα gathering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήματι — ἐμπύημα gathering neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυήματος — ἐμπύημα gathering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπυηματικός — ή, ό που προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Эмпиема — MeSH D004653 D004653 Эмпиема (греч. ἐμπύημα гнойник) значительное скопление гноя внутри полого органа или полости тела. Термин «эмпиема» применяют с указанием поражённого органа или полости тела. Эмпиему надо отличать от … Википедия